Financial Modeling
Προβλεπόμενες οικονομικές καταστάσεις (financial modelling)
Η Εταιρία μας αναλαμβάνει, παίρνοντας ως βάση την παρούσα κατάσταση και τους στόχους της εταιρίας σας να αναπτύξει προβλεπόμενες:
- Καταστάσεις χρηματοοικονομικής θέσης (ισολογισμό)
- Καταστάσεις συνολικών εσόδων (αποτελέσματα χρήσης)
- Καταστάσεις μεταβολής ιδίων κεφαλαίων
- Καταστάσεις ταμιακών ροών
Οι προβλεπόμενες οικονομικές καταστάσεις καταρτίζονται τόσο βάσει των πιο πιθανών μελλοντικών γεγονότων όσο και εντός ενός λογικού εύρους αυτών (ανάλυση ευαισθησίας). Με τον τρόπο αυτό η Εταιρία γνωρίζει επ’ ακριβώς ποιοι είναι οι πλέον κρίσιμοι παράγοντες στην επίτευξη των στόχων της. Το χρονικό εύρος που καλύπτεται είναι συνήθως σε βάθος πενταετίας ή και περισσότερο εάν μπορούν να γίνουν αξιόπιστες παραδοχές.
Φυσικά, η επίτευξη ή όχι των στόχων και οι αποκλίσεις παρακολουθούνται σε τακτική βάση, ούτως ώστε να λαμβάνονται έγκαιρα διορθωτικά μέτρα.
Οφέλη για της Εταιρίες
Η δημιουργία προϋπολογισμών και προβλεπόμενων οικονομικών καταστάσεων, είναι κάτι περισσότερο από πολύπλοκους υπολογισμούς και διαγράμματα. Με την διαδικασία αυτή η Εταιρία:
- έχει σαφή στοχοθεσία. Γνωρίζει ποιοι είναι οι στόχοι που πρέπει να επιτευχθούν προκειμένου να επιτύχει, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις που λαμβάνονται να έχουν μακροπρόθεσμο προσανατολισμό και να αποφεύγονται βεβιασμένες κινήσεις.
- έχει βελτιωμένη στοχοθεσία, με το να θέτει στόχους «SMART» δηλαδή:
- Συγκεκριμένους (Specific)
- Μετρήσιμους (Measurable)
- Επιτεύξιμους (Achievable)
- Σχετικούς (Relevant)
- Εντός εύλογου χρονικού διαστήματος (Time bounded)
- γνωρίζει τους οικονομικούς πόρους που θα απαιτηθούν προκειμένου να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη της. Με άλλα λόγια μειώνονται οι δυσάρεστες εκπλήξεις.
- επιτυγχάνει καλύτερη κατανομή αρμοδιοτήτων και λογοδοσία. Κάθε διευθυντής γνωρίζει ποια είναι τα αποτελέσματα που πρέπει να επιτύχει.
- λαμβάνει έγκαιρα διορθωτικά μέτρα.
- παραμένει προσηλωμένη στον στόχο και όχι στο σχέδιο.
Αποτίμηση Εταιριών
Σε πολλές περιπτώσεις, όπως σε εξαγορές επιχειρήσεων είναι απαραίτητο να προσδιοριστεί η πραγματική αξία μίας οντότητας καθώς, σχεδόν ποτέ η λογιστική και η πραγματική αξία δεν συμπίπτουν, οι κύριοι λόγοι είναι πως:
α) υπάρχουν περιουσιακά στοιχεία τα οποία, βάσει των πλαισίων χρηματοοικονομικής αναφοράς (ΕΛΠ ή ΔΠΧΑ) δεν αποτιμώνται στις οικονομικές καταστάσεις. Το πλέον σύνηθες παράδειγμα είναι η υπεραξία που δημιουργείται με το πέρασμα των ετών, η οποία αναγνωρίζεται μόνο σε περιπτώσεις εξαγορών. Άλλες περιπτώσεις είναι βάσεις δεδομένων (πχ πελατολόγιο), η τεχνογνωσία κ.α.
β) το κόστος κτήσης σπάνια συμπίπτει με τις εμπορικές αξίες,
γ) οι ενδεχόμενες υποχρεώσεις δεν αναγνωρίζονται στις οικονομικές καταστάσεις, αλλά λαμβάνονται υπόψη στην διαμόρφωση του τελικού τιμήματος.
Η Εταιρία μας αναλαμβάνει, με την χρήση διαφορετικών μεθόδων ή συνδυασμών τους να προσδιορίσει την εύλογη αξία της οντότητας.